ισόπαλις

ισόπαλις
ἰσόπαλις, -άλιδος, ἡ (Α)
θηλ. τού ἰσοπαλής*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισοπαλής — ἰσοπαλής, ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, άλιδος (Α) 1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος («μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.) 2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», Θουκ.). επίρρ... ἰσοπαλῶς (Α) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”